Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

ΕΝΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΓΡΑΜΜΑ

Φίλοι μου είμαι ασυγχώρητος, αδιόρθωτος αλλά έχω πάντα μια δικαιολογία, δεν μου φτάνει ο χρόνος μου. Κοιμάμαι λίγο, δουλεύω πολύ, διασκεδάζω καθόλου. Δεν σας ξεχνώ όμως απλά μπαίνω αργά και που στο blogging.
Έφτασαν όμως οι γιορτές και δεν μου πάει η καρδιά να μην σας στείλω τις ευχές μου για να περάσετε καλά και να μας βρει όλους ο καινούργιος χρόνος με υγεία.
Με τις ευχές μου όμως θα βάλω και ένα απόσπασμα από ένα γράμμα που έπεσε στην κυριολεξία στα χέρια μου. Δεν ξέρω πότε, από ποιόν και για ποια γράφτηκε, όμως δεν με άφησε ασυγκίνητο και γι’ αυτό θέλω να το μοιραστώ μαζί σας. Το βρήκα μέσα σε ένα παλιό μυθιστόρημα που αγόρασα από έναν πλανόδιο.
Θα γράφω μόνο δυο τρία αποσπάσματα γιατί είναι πολύ μεγάλο. Μάλλον πρέπει να είναι κάτι σαν ημερολόγιο και το γράψιμο του πρέπει να κράτησε κάποιο διάστημα.
«…….δεν ξέρεις πόσο μου στοίχισε αυτός ο χωρισμός πιο πολύ όμως μου κόστισε ο τρόπος που διάλεξες να μου τον αναγγείλεις, ίσως όμως να το άξιζα. Σε έπαιρνα δεδομένη όπως τον αέρα που αναπνέω. Ποτέ δεν είχα καταλάβει ότι κάθε ανάσα που παίρνω με διατηρεί στη ζωή, το είχα δεδομένο ότι πάντα θα υπάρχει αέρας γύρω μου, πάντα θα παίρνω ανάσες βαθιές. Ώσπου ήρθε η ημέρα να μείνω για λίγα δευτερόλεπτα (εμένα μου φάνηκαν ώρες) χωρίς αυτόν, τότε που με κλώτσησε στο στήθος το άλογό μου, θυμάσαι; Τότε μου είχε κοπή η αναπνοή νόμιζα ότι είχα πεθάνει, ένα περίεργο συναίσθημα. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω, δεν πονούσα, όμως δεν ανέπνεα, καταλάβαινα όλα που γίνονταν γύρω μου με απόλυτη καθαρότητα, και ήξερα, νόμιζα ότι είχα πεθάνει, δεν με ένοιαζε όμως δεν ξέρω γιατί. Ίσως έτσι είναι και το τέλος, μας καταλαμβάνει μια απόλυτη ηρεμία. Τι απόλαυση ήταν όμως μόλις μπόρεσα να πάρω την πρώτη μου ανάσα, και ας ήταν ανείπωτος ο πόνος. Ζούσα και ήθελα να ζήσω.
Έτσι και τώρα δεν μπορώ να αναπνεύσω μου έκλεψες τον αέρα με τον χειρότερο τρόπο, δεν μου το είπες μου πέταξες ένα χαρτί, γιατί; Θα μπορούσες να μου το πεις θα μπορούσες να με βρίσεις αλλά όχι αυτό. Μισόλογα σε τρίτα πρόσωπα για να τα ακούσω, ναι τα άκουσα αυτό άλλωστε ήθελες, να μάθω ότι θα φύγεις μαζί του.
Και όταν την επομένη θέλησα να σου μιλήσω, θέλησα να σου ευχηθώ για την γιορτή σου, με σκότωσες με μια σου λέξη. Ίσως δεν το κατάλαβες, ίσως όμως και να ήθελες να με συντρίψεις και το πέτυχες. Δεν έχω ανάσα δεν υπάρχει αέρας γύρω μου…...»
«……περπατώ μονάχος μέσα στο σκοτάδι είμαι κοντά στο σπίτι σου, φοβάμαι μη με δεις δεν θα άντεχα ξανά το βλέμμα εκείνο όταν σου επέστρεψα κάτι δικό σου…»
«…..μοναχός μέσα στη θεομηνία, με κτυπά αλύπητα ο αέρας στο πρόσωπο, δεν με νοιάζει όμως, αντίθετα είναι σα βάλσαμο της ψυχής μου, θέλω να τον αισθάνομαι να ξέρω ότι υπάρχει……»
«…ξαναπέρασα, δεν ξέρω πλέον πόσες φορές έχω περάσει, όμως τα παράθυρά σου είναι κλειστά, κλειστή και η ψυχή μου μέσα στο σκοτάδι…...»
«…….σήμερα αισθάνομαι καλύτερα, μπορώ να παίρνω βαθιές ανάσες, πόσο μου είχε λείψει αυτός ο ζωογόνος αέρας που όλοι παίρνουμε για δεδομένο. Σήμερα άκουσα το γέλιο σου, κρυστάλλινο χαρούμενο και ας ήσουν με εκείνον και όχι μαζί μου. Τώρα ξέρω ότι είσαι ευτυχισμένη κοντά του. Όλον αυτόν τον καιρό φοβόμουν ότι δεν είχες βρει την ευτυχία που τόσο την αξίζεις.
Είχα αφήσει το μόνιππο μακριά από το σπίτι σου, όπως κάνω εδώ και καιρό, και έρχομαι κοντά στο παράθυρο σαν κλέφτης ελπίζοντας να ακούσω να μάθω ότι είσαι ευτυχισμένη. Σήμερα ήταν θείο δώρο, σε ξανάφερνα στο νου μου όπως ήμασταν παλιά με εκείνο το χαμόγελο που γέμιζε φως την ζωή μου….»
Φίλοι μου δεν θα αντιγράψω άλλο από αυτό το γράμμα, ίσως το κάνω άλλη φορά. Όμως θα πρέπει να ήταν μεγάλος ο πόνος του, δεν υπάρχει τέλος στο γράμμα αυτό για να σας το πω.
Μένω όμως με την απορία αν θα το διάβασε εκείνη. Μπορεί και ναι, μπορεί το βιβλίο αυτό που αγόρασα από τον πλανόδιο και που μέσα είχε το γράμμα να ήταν δικό της.
Φίλοι μου να είστε καλά και να ξέρετε ότι υπάρχει γύρω μας αέρας και ας μην τον αντιλαμβανόμαστε. Ας τον προσέχουμε λοιπόν για να τον έχουμε, γιατί αν χαθεί δεν θα ξανάρθει και αν ξανάρθει δεν θα είναι το ίδιο.